- πρόοψις
- -όψεως, ἡ, Α [ὄψις]1. πρόβλεψη2. δυνατότητα θέας3. μέριμνα, φροντίδα για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προόψει — πρόοψις foreseeing fem nom/voc/acc dual (attic epic) προόψεϊ , πρόοψις foreseeing fem dat sg (epic) πρόοψις foreseeing fem dat sg (attic ionic) προόψει , προοράω see before one fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόοψιν — πρόοψις foreseeing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προόψιος — ον, Α (ως προσων. τού Απόλλωνος) αυτός που προβλέπει, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόοψις «πρόβλεψη» + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
προόψεως — προόψεω̆ς , πρόοψις foreseeing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)